οσφύς

οσφύς
(ΑΜ ὀσφύς, -ύος, Α και ὀσφῡς)
1. η οπίσθια χώρα τών κοιλιακών τοιχωμάτων δεξιά και αριστερά τής σπονδυλικής στήλης κάτω από το σύστοιχο ημιθωράκιο και πάνω από τη λαγόνια ακρολοφία, η μέση («τῶν δ' ὄπισθεν διάζωμα μὲν ή ὀσφύς
ὅθεν καὶ τοὔνομα ἔχει», Αριστοτ.)
2. το μέρος τού σώματος μεταξύ τής βάσης τού θώρακα και τών λαγόνων, όπου μπαίνει η ζώνη
αρχ.
φρ. α) «ὁ καρπὸς τῆς ὀσφύος τινός» — ο γιος κάποιου (ΠΔ)
β) «περιζώννυσθαι τὴν ὀσφύν» — το να ζώνεται κανείς τον ζωστήρα και να βρίσκεται σε εγρήγορση, σε ετοιμότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. άγνωστης ετυμολ. με επίθημα -ύς, που απαντά και σε άλλες ονομασίες μελών τού σώματος (πρβλ. ιξύς, νηδύς). Οι απόψεις σύμφωνα με τις οποίες η λ. είναι σύνθ. με α' συνθετικό το θ. τής λ. ὀστοῦν και β' συνθετικό το θ. φῦ- τού ἔφυν ή τον τ. που παραδίδει ο Ησύχιος σφυδῶν
ἰσχυρός προσκρούουν σε αξεπέραστες μορφολογικές δυσχέρειες. Εξίσου απίθανη φαίνεται και η σύνδεση τής λ. με αβεστ. asču-. Το -, τέλος, τού τ. είναι πιθ. προθεματικό φωνήεν].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ὀσφῦς — ὀσφύς fem acc pl ὀσφύς fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀσφύς — ὀσφύ̱ς , ὀσφύς fem nom sg ὀσφύ̱ς , ὀσφύς fem acc pl ὀσφύς fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀσφῦν — ὀσφύς fem acc sg ὀσφύς fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀσφύας — ὀσφύς fem acc pl ὀσφύς fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀσφύες — ὀσφύς fem nom/voc pl ὀσφύς fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀσφύος — ὀσφύς fem gen sg ὀσφύς fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀσφύσι — ὀσφύς fem dat pl ὀσφύς fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀσφύσιν — ὀσφύς fem dat pl ὀσφύς fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀσφύων — ὀσφύς fem gen pl ὀσφύς fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀσφύα — ὀσφύς fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”